- προεπαγγέλλω
- Α [ἐπαγγέλλω]1. προαναγγέλλω κάτι2. επιδιώκω κάτι προηγουμένως3. μέσ. προεπαγγέλλομαιυπόσχομαι κάτι εκ τών προτέρων («ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν», ΚΔ)4. παθ. δίνομαι εκ τών προτέρων ως υπόσχεση («ὡς οὖν τοῡτο τε προεπηγγέλλετο», Δίων Κάσα).
Dictionary of Greek. 2013.